ῥόοι Hp.Loc.Hom.47
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υφαίμων — ὕφαιμον, Α αυτός που περιέχει αίμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + αίμων (< αἷμα), πρβλ. ἐν αίμων, συν αίμων] … Dictionary of Greek
ὑφαίμων — ὕφαιμος suffused with blood masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)